Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βατραχοπέδιλο
1 εγγραφή
βατραχοπέδιλο το [vatraxopéδilo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : πτερύγιο από σκληρό λάστιχο, το οποίο ο κολυμβητής προσαρμόζει στα πόδια του για να μπορεί να κινηθεί με μεγαλύτερη ταχύτητα και ευκινησία μέσα στη θάλασσα.

[βατραχ(άνθρωπος) -ο- + πέδιλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες