Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βατραχάνθρωπος
1 εγγραφή
βατραχάνθρωπος ο [vatraxánθropos] Ο20α : αυτός που είναι ειδικά εκπαιδευμένος για υποβρύχιες δραστηριότητες: H εξερεύνηση του ναυαγίου ανατέθηκε σε ομάδα βατραχανθρώπων. Aγόρασα στολή βατραχανθρώπου. || (στρατ.) σώμα βατραχανθρώπων, ειδικό σώμα για υποβρύχιες στρατιωτικές επιχειρήσεις (σαμποτάζ, υπονομεύσεις, ναρκοθετήσεις κτλ.).

[λόγ. βάτραχ(ος) + άνθρωπος (σφαλερή δημιουργία) μτφρδ. αγγλ. frogman]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες