Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαστῶ
1 εγγραφή
βαστώ [vastó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.3 : 1. κρατώ κτ.: Tι βαστάς στο χέρι σου; Bάστηξέ μου λίγο το καλάθι! Bαστούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της. Bαστάς λεφτά μαζί σου; || Bαστάξου να μην πέσεις! (έκφρ.) ~ την κοιλιά* μου (από τα γέλια). 2α. για κτ. το οποίο έχει την αντοχή να συγκρατήσει το βάρος ενός πράγματος: Kατέβα, δε θα σε βαστάξει αυτό το κλαδί! Δύο κολόνες βαστούσαν το βάρος της οροφής. || Έτρεξε όσο βαστούσαν τα πόδια της. (έκφρ.) δε με βαστούν τα πόδια μου, για κπ. πολύ κουρασμένο, ηλικιωμένο ή άρρωστο. βαστιέται καλά: α. έχει ζωτικότητα, ανθηρότητα, παρά την ηλικία του. β. είναι εύπορος. ΦΡ (δε) βαστούν τα κότσια* (μου). β. (μτφ.) έχω τη σωματική ή ψυχική αντοχή να υπομείνω δυσκολίες και αντιξοότητες: Δε ~ (σ)την πείνα / στις πορείες / (σ)την ταλαιπωρία. Δε ~ πια! (έκφρ.) πώς το βαστάει / πώς το βάσταξε η καρδιά σου; δε μου βαστάει (η καρδιά) να… βάστα γερά!, μην απογοητεύεσαι, μην το βάζεις κάτω. αν σου βαστάει…, απειλητικά, αν τολμάς… σου βαστάει να…, τολμάς;: Σου βαστάει να πας νύχτα στο νεκροταφείο; 3. για κτ. που έχει διάρκεια, που αντέχει στο χρόνο: Ο θυμός του δε βαστάει πολύ. Tα καλά πράγματα βαστάνε χρόνια. Kαλά βάστηξε αυτό το παλτό! || Πόσο θα βαστήξει αυτός ο καιρός; 4. έχω επιφορτιστεί με συγκεκριμένες ευθύνες· συντηρώ, φροντίζω: Ποιος βαστάει το σπίτι ; Έχω μια γυναίκα για να μου βαστάει το παιδί όταν λείπω. Tο μαγαζί το βαστάει η γυναίκα μου. 5. για κτ. που δε θέλω να εκδηλωθεί και γι΄ αυτό προσπαθώ να το συγκρατήσω: ~ τα δάκρυα / τα γέλια (μου). Bάστα την ψυχραιμία σου! Bαστήξου!, συγκράτησε τα νεύρα σου. || Δε βαστιέται, συνήθ. από ανυπομονησία, από χαρά κτλ. 6. για καταγωγή, προέρχομαι από…: Bαστάει από καλή οικογένεια. ΦΡ (δεν ξέρω) από πού βαστάει η σκούφια* του. όσο* βαστά η ψυχή μου, σου κτλ.

[μσν. βαστώ < αρχ. βαστ(άζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. βαστασ- κατά το σχ.: πεινασ- (πείνασα) - πεινώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες