Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασκαίνω
1 εγγραφή
βασκαίνω [vaskéno] -ομαι & αβασκαίνω [avaskéno] -ομαι Ρ7.1 : κοιτάζο ντας κπ. με θαυμασμό ή φθόνο, του προξενώ (σύμφωνα με ορισμένη πρόληψη) κακό, τον βλάπτω, με την επήρεια του βλέμματός μου· ματιάζω: Tο παιδί έχει βασκαθεί, γι΄ αυτό αρρώστησε. Tον έφτυσα για να μην τον βασκάνω. (έκφρ.) (φτου) να μη βασκαθείς / να μην αβασκαθείς: α. με θαυμασμό για κπ.: Είσαι μια χαρά, να μη βασκαθείς. β. (ειρ.): Έγινε χοντρός σαν βαρέλι, να μην αβασκαθεί.

[αρχ. βασκαίνω· ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα μόρια να, θα και ανασυλλ.: [na-v > nav > n-av] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες