Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βασιλόφρων -ων -ον [vasilófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που υποστηρίζει το θεσμό, το πολίτευμα της βασιλείας· βασιλικός: Aνήκει στη βασιλόφρονα πτέρυγα του κόμματος. || (ως ουσ.) ο βασιλόφρων: Οι βασιλόφρονες αντιπροσωπεύουν μια μικρή μερίδα του πληθυσμού. Ένωση / κινητοποίηση βασιλοφρόνων.
[λόγ. βασιλο- 1 + -φρων]