Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βασιλόπουλο το [vasilópulo] Ο41 : (οικ.) νεαρός γιος βασιλιά. (έκφρ.) περιμένει το ~ του παραμυθιού, ειρωνικά για γυναίκα που δεν παντρεύεται αναζητώντας τον ιδανικό άντρα, γαμπρό. || (πληθ.) τα παιδιά του βασιλιά, χωρίς διάκριση φύλου.
[μσν. βασιλόπουλο < βασιλ(ιάς) -όπουλο]