Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασίλεμα
1 εγγραφή
βασίλεμα το [vasílema] Ο49 : ΣYN δύση. 1. η δύση των άστρων και ιδίως του ήλιου: Tο ~ (του ήλιου) μάς βρήκε στο δρόμο. || η ώρα της δύσης: Ήρθε κατά το ~. ΦΡ το ~ των ματιών, το κλείσιμο των ματιών από νύστα ή κούραση. 2. η δύση3: H φήμη του βρίσκεται πια στο βασίλεμά της.

[μσν. βασίλεμα < βασίλευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < βασιλεύ(ω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες