Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρύνων
1 εγγραφή
βαρύνων -ουσα -ον [varínon] Ε12 : που είναι ιδιαίτερης, μεγάλης σημασίας, σπουδαιότητας: H γνώμη του είναι βαρύνουσα για θέματα εκπαίδευσης. H αλιεία έχει βαρύνουσα σημασία για την ελληνική οικονομία.

[λόγ. μεε. του ρ. βαρύνω μτφρδ. γαλλ. pésant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες