Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαρύνων -ουσα -ον [varínon] Ε12 : που είναι ιδιαίτερης, μεγάλης σημασίας, σπουδαιότητας: H γνώμη του είναι βαρύνουσα για θέματα εκπαίδευσης. H αλιεία έχει βαρύνουσα σημασία για την ελληνική οικονομία.
[λόγ. μεε. του ρ. βαρύνω μτφρδ. γαλλ. pésant]