Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαρονέτος ο [varonétos] Ο18 : τίτλος ευγενείας στην κεντρική και δυτική Ευρώπη (ανάμεσα στον ιππότη και στο βαρόνο).
[λόγ. < ιταλ. baronetto -ς < αγγλ. baronet (ορθογρ. δαν.)]