Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαριεστημένος
1 εγγραφή
βαριεστημένος -η -ο [varjestiménos] Ε3 μππ. του βαριεστώ : 1. που αισθάνεται ανία, πλήξη: Tον είδα βαριεστημένο και δεν του μίλησα. 2. (λαϊκότρ.) που είναι αποκαμωμένος, μπουχτισμένος: Είμαι ~ απ΄ τα βάσανα. βαριεστημένα ΕΠIΡΡ: Tου απάντησε ~.

[μππ. του βαριεστώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες