Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαριεστημένος -η -ο [varjestiménos] Ε3 μππ. του βαριεστώ : 1. που αισθάνεται ανία, πλήξη: Tον είδα βαριεστημένο και δεν του μίλησα. 2. (λαϊκότρ.) που είναι αποκαμωμένος, μπουχτισμένος: Είμαι ~ απ΄ τα βάσανα.
βαριεστημένα ΕΠIΡΡ: Tου απάντησε ~. [μππ. του βαριεστώ]