Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρελάς
1 εγγραφή
βαρελάς ο [varelás] Ο1 : (οικ.) βαρελοποιός.

[βαρέλ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες