Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαμβακοφυτεία
1 εγγραφή
βαμβακοφυτεία η [vamvakofitía] Ο25 : μεγάλη έκταση γης, όπου καλλιεργείται συστηματικά βαμβάκι.

[λόγ. βαμβακο- + φυτεία μτφρδ. γαλλ. plantage de coton ή αγγλ. cotton plantation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες