Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαμβακοπαραγωγός -ός -ό [vamvakoparaγoγós] Ε16 : που παράγει βαμβάκι: H Ελλάδα είναι ~ χώρα. || (ως ουσ.) ο βαμβακοπαραγωγός, αγρότης που ασχολείται με την καλλιέργεια και την παραγωγή βαμβακιού: Οι βαμβακοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για τις χαμηλές τιμές του βαμβακιού.
[λόγ. βαμβακο- + -παραγωγός]