Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαμβακιά η [vamvaká] & μπαμπακιά η [babaká] Ο24 : το φυτό που παράγει το βαμβάκι· βαμβάκι2.
[μπαμπ-: μπαμπάκ(ι) -ιά· βαμβ-: λόγ. επίδρ.]
- βαμβακίαση η [vamvakíasi] Ο33 : ασθένεια διάφορων φυτών και δέντρων· (για αμπέλι) ο περονόσπορος.
[λόγ. βαμβάκ(ιον) + -ία(σις) -ση απόδ. του λαϊκού μπαμπακάδα (ίδ. σημ.) < μπαμπάκ(ι) -άδα]