Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαμβακερός -ή -ό [vamvakerós] & μπαμπακερός -ή -ό [babakerós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος από βαμβάκι: Bαμβακερό ύφασμα. Bαμβακερές κάλτσες / μπλούζες / κλωστές. || (ως ουσ.) τα βαμβακερά, είδη κατασκευασμένα από βαμβακερό ύφασμα: Tα βαμβακερά θέλουν προσοχή στο πλύσιμο.
[μπαμπ-: μσν. βαμπακερός με ολική αφομ. προς το [mb] < βαμπάκ(ι) -ερός· βαμβ-: λόγ. επίδρ.]