Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαμβακένιος
1 εγγραφή
βαμβακένιος -α -ο [vamvakéos] & μπαμπακένιος -α -ο [babakéos] Ε4 : (προφ.) που είναι κατασκευασμένος από βαμβάκι.

[λόγ. επίδρ. στο μπαμπακένιος < μπαμπάκ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες