Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαμβακένιος -α -ο [vamvaké
os] & μπαμπακένιος -α -ο [babaké os] Ε4 : (προφ.) που είναι κατασκευασμένος από βαμβάκι. [λόγ. επίδρ. στο μπαμπακένιος < μπαμπάκ(ι) -ένιος]