Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλτικός
1 εγγραφή
βαλτικός -ή -ό [valtikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη Bαλτική θάλασσα ή με τις γειτονικές προς αυτή χώρες: Bαλτικές γλώσσες / χώρες / δημοκρατίες. Bαλτικοί λαοί. Bαλτικά κράτη. || (ως ουσ.) η Bαλτική, θάλασσα της B. Ευρώπης.

[λόγ. < τοπων. Βαλτ(ική) -ικός < λατ. Baltia (Scandinavia) ( [bál-] ) < ελνστ. *Βαλτία (νησί σε απόσταση από τη Σκυθία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες