Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλλίστρα
1 εγγραφή
βαλλίστρα η [valístra] Ο25 : πολεμικό όπλο που εκσφενδόνιζε βλήματα (βέλη, πέτρες, ακόντια).

[λόγ. < μσν. βαλλίστρα αντδ. < υστλατ. ballist(r)a < αρχ. βάλλω `ρίχνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες