Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλκανολόγος
1 εγγραφή
βαλκανολόγος ο [valkanolóγos] Ο18 θηλ. βαλκανολόγος [valkanolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη βαλκανολογία.

[λόγ. βαλκα νο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες