Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαλκανιονίκης ο [valkanioníkis] Ο10 θηλ. βαλκανιονίκης [valkanioníkis] : αθλητής που αναδεικνύεται νικητής στους Bαλκανικούς αγώνες: Ο Ρουμάνος αθλητής αναδείχτηκε ~ στη σφαίρα.
[λόγ. Βαλκανι(άς δες Bαλκανιάδα) -ο- + -νίκης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]