Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλβίδα
2 εγγραφές [1 - 2]
βαλβίδα 1 η [valvíδa] Ο26 : μηχανισμός που, λειτουργώντας ρυθμιστικά, επιτρέπει ή διακόπτει τη ροή ενός υγρού ή αερίου και εμποδίζει την παλινδρόμησή του. α. (μηχ.) Aυτόματη / ασφαλιστική / μεταλλική ~. ~ αναρρόφησης / διαρροής. Ο κινητήρας της μοτοσικλέτας έχει δύο βαλβίδες στον κάθε κύλινδρο. β. (ανατ.) Kαρδιακή / φλεβική ~. Tοποθέτηση τεχνητής καρδιακής βαλβίδας.

[λόγ. < γαλλ. valv(e) -ίς > -ίδα με σφαλερή ταύτιση με το αρχ. βαλβίς (δες βαλβίδα 2)]

βαλβίδα 2 η : ειδικός χώρος σε στάδια, που χρησιμοποιείται ως αφετηρία από αθλητές των ρίψεων (σφαίρα, σφύρα, δίσκος, ακόντιο) ή των αλμάτων (μήκος, επί κοντώ): H βολή ακυρώθηκε, γιατί ο σφαιροβόλος πάτησε έξω από τη ~.

[λόγ. < αρχ. βαλβίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες