Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλάντιο
1 εγγραφή
βαλάντιο το [valándio] Ο41 : η οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος, οι οικονομικές δυνατότητές του· τσέπη2, πορτοφόλι: Tο κατάστημα έχει τιμές για όλα τα βαλάντια. Παχύ / ισχνό ~, για πλούσιο / για φτωχό άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. βαλάντιον `πουγκί΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες