Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαθύσκιος
1 εγγραφή
βαθύσκιος -α -ο [vaθískos] Ε4 : βαθύσκιωτος.

[βαθυ- + ίσκι(ος) -ος και απλοπ. των δύο όμ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες