Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαθυπράσινος
1 εγγραφή
βαθυπράσινος -η -ο [vaθiprásinos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο πράσινο χρώμα.

[βαθυ- + πράσινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες