Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαθμοθήρας ο [vaθmoθíras] Ο2 : μαθητής που επιδιώκει να αποκτήσει όσο το δυνατό καλύτερους βαθμούς, χωρίς να αποσκοπεί παράλληλα και στην απόκτηση γνώσεων.
[λόγ. βαθμ(ός) -ο- + -θήρας, κατά το προικοθήρας]