Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαδιστής
1 εγγραφή
βαδιστής ο [vaδistís] Ο7 θηλ. βαδίστρια [vaδístria] Ο27 : αθλητής του αγωνίσματος βάδην: Στον αγώνα παίρνουν μέρος βαδιστές από πολλές χώρες.

[λόγ. < αρχ. βαδιστής `που περπατάει, που τρέχει΄ με αλλ. της σημ. κατά το βάδην2· λόγ. βαδισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες