Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαγκονλί το [vagónlí] Ο (άκλ.) : ειδικό όχημα αμαξοστοιχίας με κρεβάτια για τη διανυκτέρευση των επιβατών· κλινάμαξα: Θα ταξιδέψω με ~.
[λόγ. < γαλλ. wagon-lît]