Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαγκονλί
1 εγγραφή
βαγκονλί το [vagónlí] Ο (άκλ.) : ειδικό όχημα αμαξοστοιχίας με κρεβάτια για τη διανυκτέρευση των επιβατών· κλινάμαξα: Θα ταξιδέψω με ~.

[λόγ. < γαλλ. wagon-lît]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες