Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαγένι
1 εγγραφή
βαγένι το [vajéni] Ο44 : (λαϊκότρ.) ξύλινο βαρέλι για κρασί.

[μσν. βαγένι(ν) < σλαβ. vagan με επίδρ. του μσν. λαγένα < λατ. lagena (δες στο λαγήνα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες