Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαβούρα η [vavúra] Ο25α : (προφ.) ενοχλητικός θόρυβος, βοή, φασαρία: Πάμε να φύγουμε, εδώ έχει μεγάλη ~.
[μσν. βαβούρα, ηχομιμ., ίσως < ελνστ. βαβ(άζω) `φωνάζω΄ -ούρα (ηχομιμ., προφ. [bab] )]