Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βίρα [víra] (άκλ.) : (ναυτ.) παράγγελμα το οποίο αντιστοιχεί στις προστακτικές τράβα, σήκωσε: ~ τις άγκυρες.
[βεν. vira `τράβα΄ προστ. του virar δες στο βιράρω]
- βιράρισμα το [virárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βιράρω.
[βιραρισ- (βιράρω) -μα]
- βιράρω [viráro] Ρ6α : (ναυτ.) σύρω, τραβώ, κυρίως για άγκυρες ή για διάφορα βάρη.
[βεν. virar `τραβάω΄ -ω]