Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βίδα
2 εγγραφές [1 - 2]
βίδα η [víδa] Ο25 : 1. είδος καρφιού με εγκοπή στην πεπλατυσμένη άκρη του και ελικώσεις στον κορμό, που χρησιμοποιείται για συνδέσεις, στερεώσεις και συναρμολογήσεις: Bιδώνω / ξεβιδώνω / σφίγγω / ξεσφίγγω μια ~. 2. (μτφ.) για άνθρωπο ανισόρροπο, ιδιότροπο: Aυτός είναι μεγάλη ~. ΦΡ του ΄στριψε η ~ / του λασκάρισε μια ~ / του λείπει μια ~, τρελάθηκε, συμπεριφέρεται ανισόρροπα. κάνω κτ. βίδες: α. (για πργ.) α1. διαλύω, αποσυναρμολογώ: Έπιασε τη μηχανή και την έκανε βίδες. α2. διαλύω, καταστρέφω: Έδωσε μια στο ξυπνητήρι και το ΄κανε βίδες. β. (για άνθρ.) κατανικώ, διαλύω, αποστομώνω: Ο φορμαρισμένος παίκτης έκανε βίδες την αντίπαλη άμυνα. Στο τέλος της συζήτησης τους είχε κάνει βίδες. βιδίτσα η YΠΟKΟΡ. βιδούλα η YΠΟKΟΡ. βιδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. βίδα < βεν. vida· βίδ(α) -ίτσα, -ούλα]

βιδάνιο το [viδánio] Ο41 : 1. ποσοστό που κρατάει η λέσχη ή ο οικοδεσπότης από το κέρδος των παικτών τυχερών παιχνιδιών· γκανιότα. 2. κακής ποιότητας κρασί.

[ίσως βεν. vadagno]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες