Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βέτο
1 εγγραφή
βέτο το [véto] Ο (άκλ.) : 1. το δικαίωμα της αρνησικυρίας: Οι HΠA πρόβαλαν ~ στην απόφαση του ΟHΕ για το Iσραήλ. 2. το δικαίωμα, η εξουσία που έχει ένα μέλος ευρύτερης ομάδας ανθρώπων να αντιτάσσεται και να ματαιώνει τις αποφάσεις των άλλων: Στα ζητήματα του σπιτιού η γυναίκα έχει το ~.

[λόγ. < γαλλ. veto < λατ. veto `απαγορεύω΄, κατά το λατ. τονισμό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες