Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βέλασμα
1 εγγραφή
βέλασμα το [vélazma] Ο49 : η χαρακτηριστική φωνή που βγάζουν τα πρόβατα και οι κατσίκες.

[βελασ- (βελάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες