Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βέβαιος -η -ο [véveos] Ε5 λόγ. θηλ. και βεβαία : 1α. που δεν επιδέχεται αμφιβολία, αμφισβήτηση, που θεωρείται δεδομένος, σίγουρος: Ο διορισμός του στη θέση του διευθυντή είναι ~. ANT αβέβαιος. H συμπαράστασή μου στα προβλήματά σας πρέπει να θεωρείται βέβαιη. β. που θεωρείται σίγουρος, αναπόφευκτος: Σωθήκαμε από βέβαιο θάνατο. Ο τερματοφύλακας έσωσε την εστία του από βέβαιη παραβίαση. 2. (για πρόσ.) που γνωρίζει κτ. καλά, που είναι πεπεισμένος για κτ., σίγουρος: Είμαι απόλυτα ~ για την τιμιότητά της. Δεν είμαι καθόλου βέβαιη για τα συμπεράσματά μου. Nα είστε ~ πως θα κάνω ό,τι μπορώ. || (ως ουσ.) το βέβαιο, αυτό που είναι ασφαλές, σίγουρο: Tο ~ είναι ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει.
βέβαια* & βεβαίως* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. βέβαιος `σταθερός΄ & σημδ. του σίγουρος & του γαλλ. certain]