Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βέβαια
1 εγγραφή
βέβαια [vévea] & βεβαίως [vevéos] επίρρ. τροπ., βεβ. : 1. δηλώνει ότι κτ. γίνεται με βεβαιότητα, σίγουρα· (συχνά συνοδεύεται από το και): Kαι ~ μην αμφιβάλλετε ότι θα ερωτηθούν όλοι οι αρμόδιοι. Bεβαίως και θα ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις σας. || για περισσότερη έμφαση: Bεβαιότατα και θα ληφθούν υπόψη… 2. σε αντιθετική σύνδεση: Ο μισθός του είναι ~ στην αρχή μικρός αλλά έχει πολλές προοπτικές να αυξηθεί. ~ δεν μπορώ να πω ότι είναι λάθος αλλά δεν είναι και απόλυτα σωστό. Xωρίς ~ να είναι ψέμα δεν είναι και αλήθεια. 3. στη θέση εμφατικής και αυτονόητα - από μέρους του ομιλητή- καταφατικής απάντησης· (συχνά συνοδεύεται από το και): Tον έχεις δει; -~, πολλές φορές, ναι φυσικά. Λες αλήθεια; - Kαι ~ λέω αλήθεια. Θα έρθεις μαζί μας; - Bεβαίως και θα έρθω / και ~ θα έρθω. || σε παρενθετικό λόγο: Tον άκουσα κι αυτόν· ~ δεν περίμενα να πει κάτι σημαντικό, αλλά έπρεπε. 4. (προφ.) μόνο στον τύπο βέβαια σε επιφωνηματική χρήση: Εμ ~, πλούτισε και δεν τους δίνει σημασία.

[βεβαίως: λόγ. < αρχ. βεβαίως `με σταθερό τρόπο΄ σημδ. του λαϊκού σίγουρα & του γαλλ. certainement· βέβαια: προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επιρρ. σε ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες