Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάψιμο το [vápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βάφω. I1. ο χρωματισμός αντικειμένων είτε με τη βύθισή τους σε χρωστικό διάλυμα είτε με την κάλυψη της επιφάνειάς τους με χρωστικές ύλες· βαφή: ~ μαλλιών / αυγών / υφασμάτων. ~ τοίχων / επίπλων. Στο σπίτι έχουμε βαψίματα. || το αποτέλεσμα του χρωματισμού: Kαλό / κακό / ζωηρό ~. 2. ο χρωματισμός ορισμένων σημείων του σώματος, ιδίως το μακιγιάρισμα του προσώπου, κυρίως για καλλωπισμό ή μεταμφίεση: Tο έντονο ~ δεν της πάει καθόλου. II. διαδικασία σκλήρυνσης μετάλλων· βαφή.
[βαψ- (βάφω) -ιμο]