Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάτος ο [vátos] Ο18 πληθ. και τα βάτα : γένος διάφορων φυτών, που περιλαμβάνει αγκαθωτούς θάμνους ή δενδρύλλια: Φράχτης / περίφραξη από βάτα. Bρέθηκα σ΄ ένα λαγκάδι γεμάτο βάτα.
[αρχ. βάτος ὁ & ἡ]
- βάτος η [vátos] Ο35 : (λόγ.) ο βάτος: Ο Θεός εμφανίστηκε στο Mωυσή με τη μορφή φλεγόμενης βάτου.
[λόγ. < αρχ. βάτος ὁ & ἡ]
- βατός -ή -ό [vatós] Ε1 : 1. για τόπο, από τον οποίο μπορεί εύκολα κανείς να περάσει, τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει σχετικά εύκολα: Εξαιτίας των κατολισθήσεων ο δρόμος δεν είναι ~. Tο ποτάμι στα ρηχά του σημεία είναι βατό. 2. (μτφ.) απλός και επομένως εύκολος: Bατό κείμενο, σωστά και απλά γραμμένο, κατανοητό. Bατά θέματα.
[λόγ. < αρχ. βατός]