Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάρδια
2 εγγραφές [1 - 2]
βάρδια η [várδja] Ο25α : 1. ομάδα εργαζομένων που εναλλάσσεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε συνεχή εργασία, υπηρεσία: H βραδινή ~ σχολάει σε λίγο και πιάνει δουλειά η πρωινή ~. 2. αριθμός φυλάκων που είναι υπεύθυνοι: α. για τη φύλαξη εργοστασίων, αποθηκών, δημόσιων κτιρίων, εγκαταστάσεων κ.ά.: Διπλασιάστηκαν οι βάρδιες του εργοστασίου. β. (ναυτ.) για τη φύλαξη πλοίου: H νυχτερινή ~ ανέφερε βλάβη στο αντλιοστάσιο. (έκφρ.) σκάντζα ~, αλλαγή στην υπηρεσία φύλαξης. 3. η εργασία, υπηρεσία, λειτουργία που εκτελείται με εναλλαγή κατά διαστήματα: Tο εργοστάσιο / το σχολείο λειτουργεί σε τρεις βάρδιες. Aυτή τη βδομάδα δουλεύω νυχτερινή ~.

[βεν. vardia]

βαρδιάνος ο [varδjános] Ο18 : (λαϊκότρ.) αυτός που φυλάει, που επιτηρεί κτ., ο σκοπός.

[βεν. *vardian -ος (πρβ. ιταλ. guardiano (ίδ. σημ.), βεν. vardia > βάρδια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες