Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάρβιτος
1 εγγραφή
βάρβιτος η [várvitos] Ο36 : έγχορδο αρχαίο μουσικό όργανο, παραλλαγή της λύρας.

[λόγ. < αρχ. βάρβιτος (φρυγικής προέλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες