Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάναυσος
1 εγγραφή
βάναυσος -η -ο [vánafsos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει η βιαιότητα και η σκληρότητα, απότομος, σκληρός: ~ άνθρωπος. Bάναυσοι τρόποι. Bάναυση συμπεριφορά. βάναυσα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε σκληρά και ~. Tην έσπρωξε / τη χτύπησε ~, με σκληρότητα.

[λόγ. < αρχ. βάναυσος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες