Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάλτος
2 εγγραφές [1 - 2]
βάλτος ο [váltos] Ο18 : τόπος που καλύπτεται από αβαθή, στάσιμα νερά· έλος, τέλμα1.

[μσν. βάλτος < σλαβ. *bolto (πρβ. βουλγ. blato) ]

βαλτός -ή -ό [valtós] Ε1 : που ενεργεί μυστικά και σύμφωνα με υπόδειξη, παρακίνηση, εντολή τρίτων για κάποιο συγκεκριμένο (ύποπτο, δόλιο) σκοπό· (πρβ. εγκάθετος): Είναι ~ από την αστυνομία, για να δίνει πληροφορίες. Δεν το ΄κανε με δική του πρωτοβουλία, ήταν ~. (έκφρ.) ~ είσαι;, επίτηδες το κάνεις;

[βαλ- (δες βάζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες