Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάδην [váδin] επίρρ. τροπ. : 1. (γυμν., ως παράγγελμα) με ρυθμό κανονικού βαδίσματος. ANT τροχάδην: ~, εμπρός, μαρς! 2. (αθλ.) αγώνισμα ταχύτητας, κατά το οποίο ο αθλητής πρέπει να διατηρεί συνεχώς την επαφή του με το έδαφος (δηλ. το πίσω του πόδι δεν πρέπει να σηκώνεται προτού πατήσει το μπροστινό στο έδαφος): Είκοσι χιλιόμετρα ~. || (ως ουσ.) το βάδην: Πρωταθλητής του ~.
[λόγ.: 1: αρχ. βάδην· 2: σημδ. γαλλ. marche ή αγγλ. walking]