Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάγιο
2 εγγραφές [1 - 2]
βάγιο το [vájo] Ο39 & βάι το [vái] Ο45 : (προφ., σπάν.) τα βάγια.

[βάγιο: εν. του βάγια τα· βάι: εν. του βάγια τα κατά το σχ.: πλάγια - πλάγι (δες στο πλάι) και αποβ. του μεσοφ. [j] ]

βαγιοβδομάδα η [vajovδomáδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) η εβδομάδα πριν από την Kυριακή των Bαΐων.

[βάγι(α τα) -ο- + βδομάδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες