Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αύρα 1 η [ávra] Ο25 : ελαφρός και δροσερός άνεμος ελάχιστα αισθητός: Θαλασσινή ~, ο μπάτης. Στεριανή ~.
[λόγ. < αρχ. αὔρα]
- αύρα 2 η : 1.στις απόκρυφες επιστήμες, είδος φωτοστέφανου που τυλίγει το ανθρώπινο σώμα και είναι ορατό μόνο στους μυημένους. 2. (μτφ.) ατμόσφαιρα που περιβάλλει ένα άτομο.
[λόγ. < αύρα 1 σημδ. γαλλ. aura < λατ. aura < αρχ. αὔρα]
- αύρα 3 η : ελαφρύ, αστυνομικό θωρακισμένο τροχοφόρο.
[λόγ. < αύρα 1 ίσως επειδή είναι ελαφρύτερο από τα θωρακισμένα με ερπύστριες]