Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αύξων
1 εγγραφή
αύξων -ουσα -ον [áfkson] Ε12 : (λόγ.) ~ αριθμός, αύξοντας. Aύξουσα πρόοδος, πρόοδος που αυξάνεται.

[λόγ. < ελνστ. αὔξων, μεε. του αρχ. αὔξω `αυξάνομαι΄ σημδ. γερμ. steigende Zahl]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες