Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αύξηση
1 εγγραφή
αύξηση η [áfksisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυξάνω. ANT ελάττωση, μείωση: H ~ των τιμών επιφέρει μείωση της κατανάλωσης. H κυβέρνηση υποσχέθηκε να δώσει αυξήσεις στους μισθούς. ~ της παραγωγής / του ρυθμού / της ταχύτητας / των εισπράξεων / των εξόδων / του πληθυσμού / της εκλογικής δύναμης. Aπότομη / σταδιακή ~. || (βιολ.): H ~ ενός οργανισμού. 2. (γραμμ.) οι αλλαγές που σημειώνονται στην αρχική συλλαβή ρηματικών τύπων του παρατατικού και του αορίστου της οριστικής, π.χ. λύνω - έλυσα, θέλω - ήθελα, εκφράζω - εξέφρασα: Εσωτερική / συλλαβική / χρονική ~.

[λόγ.: 1: αρχ. αὔξη(σις) -ση· 2: ελνστ. σημ., από παρανόηση του λειτουργίας του προθήματος, που δηλώνει παρελθόν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες