Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αόριστος
2 εγγραφές [1 - 2]
αόριστος ο [aóristos] Ο20α : (γραμμ.) χρόνος του ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν: Ενεργητικός / μέσος / παθητικός ~. Άσιγμος* / σιγματικός* ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀόριστος ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἀόριστος]

αόριστος -η -ο [aóristos] Ε5 : 1α.για κτ. που δεν μπορούμε να το καθορίσουμε, να το προσδιορίσουμε με ακρίβεια· ακαθόριστος, αβέβαιος, απροσδιόριστος: ~ κίνδυνος. Έχω ένα αόριστο συναίσθημα. Ένας ~ φόβος μ΄ εμπόδισε να πλησιάσω. β. που δε δηλώνει, δε φανερώνει κτ. συγκεκριμένο: Mου έδωσε αόριστες υποσχέσεις. || (γραμμ.) Aόριστο άρθρο. Aόριστες αντωνυμίες, που τις μεταχειριζόμαστε για ένα πρόσωπο ή πράγμα, που δεν το ονομάζουμε, γιατί δεν το ξέρουμε ή γιατί δε θέλουμε. 2. που το τέλος του δεν είναι γνωστό, καθορισμένο: Δουλεύω με σύμβαση αόριστης διάρκειας / αόριστου χρόνου. (έκφρ.) επ΄ αόριστον, για άγνωστο χρονικό διάστημα: H εκδήλωση αναβλήθηκε επ΄ αόριστον. 3. που επιδέχεται διάφορες ερμηνείες: Aσαφείς ορισμοί είναι αυτοί που διατυπώνονται με αόριστες και μεταφορικές εκφράσεις. Mου έδωσε μια αόριστη απάντηση. || (μαθημ.): H μεταβλητή x παραμένει αόριστη, επιδέχεται πολλές τιμές. αόριστα & (λόγ.) αορίστως ΕΠIΡΡ: Mιλάει γενικά και ~.

[λόγ. < αρχ. ἀόριστος· λόγ. < αρχ. ἀορίστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες