Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αόμματος
1 εγγραφή
αόμματος -η -ο [aómatos] Ε5 : τυφλός: Ελεήστε τον αόμματο!

[λόγ. < ελνστ. ἀόμματος (αρχ. ἀνόμματος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες