Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αϊτός
1 εγγραφή
αϊτός ο [aitós] Ο17 : (προφ.) ο αετός.

[μσν. αϊτός < αρχ. ἀετός με διφθογγοπ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες