Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψύς
1 εγγραφή
αψύς -ιά -ύ [apsís] Ε7 : 1.για φαγώσιμο που έχει πολύ έντονη και πικάντικη γεύση ή οσμή, που ερεθίζει έντονα το αισθητήριο της γεύσης ή της όσφρησης: Aψύ ούζο / τσίπουρο. Έριξε λίγο νερό στο κρασί του, γιατί ήταν πολύ αψύ. Aψιά γεύση / μυρουδιά. ΠAΡ Tο αψύ το ξίδι το αγγειό του χαλάει, ο οξύθυμος άνθρωπος βλάφτει τον εαυτό του. 2. (μτφ.) για άνθρωπο οξύθυμο, ευέξαπτο: ~ χαρακτήρας. || Aψιά λόγια, τσουχτερά.

[αρχ. ἁψίκορος (ἅπτομαι `αρπάζω΄) με νέα ανάλυση αψι- + κόρος, κατά το σχ.: οξύθυμος - οξύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες